- μπεκρού
- ηβλ. μπεκρής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθύστρα — η 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού 2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική 3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. στρα (πρβλ. βυζά στρα, πλύ … Dictionary of Greek
μπέκρω — η μεγεθ. τού μπεκρού … Dictionary of Greek
μπεκρής — ο, θηλ. μπεκρού αυτός που κάνει υπερβολική χρήση οικοπνευματωδών ποτών, ο μέθυσος, ο μεθύστακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bekri] … Dictionary of Greek
οινοκάχλαινα — οἰνοκάχλαινα, ἡ (Μ) [οινοκάχλη] γυναίκα που μεθάει, μπεκρού, μεθύστρα … Dictionary of Greek
οινομάχλη — οἰνομάχλη, ἡ (Α) γυναίκα επιρρεπής στην οινοποσία και στην ακολασία, μεθύστρα, μπεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + μάχλος, κατά τα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
ποτάς — άδος, ἡ Α (για γυναίκα) αυτή που τής αρέσει να πίνει, μπεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότης + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… … Dictionary of Greek